κρίσιμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κρίσιμων
- γενική πληθυντικού του κρίσιμος
- γενική πληθυντικού του κρίσιμη
- γενική πληθυντικού του κρίσιμο
κρίσιμων