κρανιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρανιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]κρανιακός, -ή, -ό
- σχετικός με το κρανίο
Σύνθετα
[επεξεργασία]- κρανιοεγκεφαλικός
- κρανιολογία, κρανιολόγος, κρανιολογικός...
- κρανιομετρία, κρανιομετρικός...
- κρανιοσκοπία, κρανιοσκοπικός...
- κρανιοτομή