κρασοπώλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρασοπώλης οι κρασοπώλες
      γενική του κρασοπώλη των κρασοπωλών
    αιτιατική τον κρασοπώλη τους κρασοπώλες
     κλητική κρασοπώλη κρασοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρασοπώλης < κρασί + -ο- + -πώλης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κρασοπώλης αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]