κρασοπώλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρασοπώλης αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που πουλά κρασί
- Ο κρασοπώλης ανυπομονών κι εξοργισμένος επροσπάθει να τον πείσει ότι ήσαν αλάθητα τα κατάστιχά του και του επανέλεγε με την τραυλήν φωνήν του:... (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η Λυγερή)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρασοπώλης
|