κρεοσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρεοσκόπηση | οι | κρεοσκοπήσεις |
γενική | της | κρεοσκόπησης* | των | κρεοσκοπήσεων |
αιτιατική | την | κρεοσκόπηση | τις | κρεοσκοπήσεις |
κλητική | κρεοσκόπηση | κρεοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρεοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρεοσκόπηση
- συνώνυμο του κρεοσκοπία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρεοσκόπηση
|