κρεπάρομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɾeˈpa.ɾo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐πά‐ρο‐μαι

κρεπάρομαι, π.αόρ.: κρεπαρίστηκα, μτχ.π.π.: κρεπαρισμένος χωρίς παθητική φωνή