κριθαροκουλούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κριθαροκουλούρα θηλυκό
- κουλούρα παρασκευασμένη με βασικό υλικό το κριθαρένιο αλεύρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κριθαροκουλούρα
|