κρυσταλλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρυσταλλώνω < κρύσταλλος + -ώνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cristalliser[1])

κρυσταλλώνω (παθητική φωνή: κρυσταλλώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]