κρότωνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρότωνας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ο κρότωνας

κρότωνας αρσενικό

  • ονομασία καλλωπιστικού φυτού εσωτερικών χώρων με μακριά φύλλα, μονόχρωμα ή με κόκκινες αποχρώσεις (κοινώς ωραιόφυλλο)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]