κτίσιμον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κτίσιμον < κτίζω, κτισ- + -ιμον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κτίσιμον ουδέτερο