κτίστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κτίστης | οι | κτίστες |
γενική | του | κτίστη | των | κτιστών |
αιτιατική | τον | κτίστη | τους | κτίστες |
κλητική | κτίστη | κτίστες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κτίστης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κτίστης - δείτε και το χτίστης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κτίστης αρσενικό
- (λόγιο, επάγγελμα) άλλη μορφή του χτίστης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)