κτηνοβάτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κτηνοβάτις < κτηνοβάτης + -ις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κτηνοβάτις θηλυκό
- θηλυκό του κτηνοβάτης, άλλη μορφή του κτηνοβάτισσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κτηνοβάτις
|