κυάθιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυάθιον < ελληνιστική κοινή κυάθιον < αρχαία ελληνική κύαθος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυάθιον ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του κυάθιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυάθιον
|