κυθηραϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία][{προφορά}}
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ci.θi.ɾa.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐θη‐ρα‐ϊ‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]κυθηραϊκός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τα Κύθηρα ή τους κατοίκους τους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυθηραϊκός
|