κυκλαμίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυκλαμίς < αρχαία ελληνική κύκλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷékʷlos
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυκλαμίς θηλυκό (ᾰ)
- (φυτό) άλλη μορφή του κυκλάμινος (κυκλάμινο)