κυκλοφορημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυκλοφορημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κυκλοφορώ (ρήμα χωρίς παθητική φωνή)
Μετοχή
[επεξεργασία]κυκλοφορημένος, -η, -ο
- που έχει τεθεί σε κυκλοφορία, που έχει δημοσιευτεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυκλοφορημένος
|