κυλισιοτριβέας
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
1.3
Αναφορές
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κυλισιοτριβ
έας
οι
κυλισιοτριβ
είς
γενική
του
κυλισιοτριβ
έα
των
κυλισιοτριβ
έων
αιτιατική
τον
κυλισιοτριβ
έα
τους
κυλισιοτριβ
είς
κλητική
κυλισιοτριβ
έα
κυλισιοτριβ
είς
Κατηγορία
όπως «
αμφορέας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
κυλισιοτριβέας
<
κύλιση
+
τριβέας
. Στην καθημερινή γλώσσα αποδίδεται με τη λέξη
ρουλεμάν
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
κυλισιοτριβέας
αρσενικό
συνώνυμο
του
ρουλεμάν
[1]
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
ρουλεμάν
ένσφαιρος τριβέας
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
κυλισιοτριβέας
γαλλικά
:
roulement
(fr)
Αναφορές
[
επεξεργασία
]
↑
Ελλάδα-Αθήνα: Μέρη σιδηροδρομικών ή τροχιοδρομικών μηχανών έλξης ή τροχαίου υλικού, 2018/S 130-297602, Γνωστοποίηση συναφθείσας σύμβασης – υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, 10/07/2018
[1]
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες