κυματάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυματάκι | τα | κυματάκια |
γενική | του | κυματακιού | των | κυματακιών |
αιτιατική | το | κυματάκι | τα | κυματάκια |
κλητική | κυματάκι | κυματάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυματάκι < κύμα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυματάκι ουδέτερο
- μικρό θαλάσσιο κύμα που η κορυφή του ασπρίζει
- η απόληξη μικρού θαλάσσιου κυματισμού στην παραλία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυματάκι
|