κυματική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κυματική θηλυκό

  • (φυσική) η μελέτη των ταλαντώσεων

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

κυματική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]