κυματομηχανική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυματομηχανική < κύμα + -ο- + μηχανική (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική wave mechanics)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυματομηχανική θηλυκό
- (φυσική) η θεωρία ότι τα υποατομικά σωματίδια έχουν τα χαρακτηριστικά τόσο των κυμάτων όσο και των σωματιδίων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυματομηχανική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)