κυναγέτας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κυνᾱγέτᾱς αρσενικό (θηλυκό κυναγέτις)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κυναγός, κυνηγός

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]