κυπαρισσόμηλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυπαρισσόμηλο τα κυπαρισσόμηλα
      γενική του κυπαρισσόμηλου των κυπαρισσόμηλων
    αιτιατική το κυπαρισσόμηλο τα κυπαρισσόμηλα
     κλητική κυπαρισσόμηλο κυπαρισσόμηλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυπαρισσόμηλο < → δείτε τις λέξεις κυπαρίσσι και μήλο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
δύο κυπαρισσόμηλα σε κλαδί από κυπαρίσσι

κυπαρισσόμηλο ουδέτερο

  • ο καρπός από το κυπαρίσσι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]