κυριευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυριευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυριεύω, κυριεύομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]κυριευμένος, -η, -ο
- (για έντονα αισθήματα) που έχει κυριευθεί
- ήταν κυριευμένος από έντονο πάθος για...