κυριολεκτικῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κυριολεκτικώς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυριολεκτικῶς < κυριολεκτικ(ός) + -ῶς < κυριόλεκτος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

κυριολεκτικῶς