κυρώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κυρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κυρώνω
- θα κυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κυρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κυρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κύρωση