κυστεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυστεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cystectomie < αρχαία ελληνική κύστις + ἐκτομή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυστεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) η αφαίρεση κύστης με χειρουργική επέμβαση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυστεκτομή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)