κυτοκίνηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυτοκίνηση οι κυτοκινήσεις
      γενική της κυτοκίνησης* των κυτοκινήσεων
    αιτιατική την κυτοκίνηση τις κυτοκινήσεις
     κλητική κυτοκίνηση κυτοκινήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυτοκινήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυτοκίνηση < κύτταρο + κίνηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κυτοκίνηση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]