κυτοκίνηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυτοκίνηση | οι | κυτοκινήσεις |
γενική | της | κυτοκίνησης* | των | κυτοκινήσεων |
αιτιατική | την | κυτοκίνηση | τις | κυτοκινήσεις |
κλητική | κυτοκίνηση | κυτοκινήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυτοκινήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυτοκίνηση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυτοκίνηση
|