κυτταρίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυτταρίτιδα οι κυτταρίτιδες
      γενική της κυτταρίτιδας των κυτταρίτιδων
    αιτιατική την κυτταρίτιδα τις κυτταρίτιδες
     κλητική κυτταρίτιδα κυτταρίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
εμφάνιση κυτταρίτιδας

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυτταρίτιδα < κύτταρο + -ίτιδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κυτταρίτιδα θηλυκό

  • (ιατρική) τοπογραφική τροποποίηση κατά την οποία το δέρμα παίρνει μια όψη «φλούδας πορτοκαλιού»

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]