κυψελιώτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυψελιώτικος < Κυψελιώτης + -ικος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ci.pseˈʎo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐ψε‐λιώ‐τι‐κος
Επίθετο
[επεξεργασία]κυψελιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με την Κυψέλη ή τους κατοίκους της
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυψελιώτικος
|