κωδωνοκρούω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.ðo.noˈkɾu.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐δω‐νο‐κρού‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]κωδωνοκρούω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κωδωνοκρουσία
- κωδωνοκρούστης
- κωδωνοκρούστρια
- → δείτε τις λέξεις κώδων, κουδούνι και κρούω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κωδωνοκρούω
|