κωλοβαράω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κωλοβαράω < κωλο- + βαράω

κωλοβαράω

  1. τεμπελιάζω, είμαι αδρανής
    Έχει τόσες δουλειές να τελειώσει και αυτός κωλοβαράει όλη μέρα
  2. αναβάλλω, καθυστερώ, κωλυσιεργώ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]