κωλυσιεργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κωλυσιεργία θηλυκό
- η ενέργεια του κωλυσιεργώ, η διαρκής παρεμβολή ή επίκληση εμποδίων, πραγματικών ή τεχνητών, σε μια διαδικασία με σκοπό αυτή να καθυστερήσει ή να μην ολοκληρωθεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- παρεμπόδιση
- παρακώλυση
Μετάφραση
[επεξεργασία] κωλυσιεργία
|