κωλόκαιρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κωλόκαιρος < κωλό- + καιρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κωλόκαιρος αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]