κωλύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koˈli.o.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κω‐λύ‐ο‐μαι

κωλύομαι, πρτ.: κωλυόμουν, μόνο στο ενεστωτικό θέμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κωλύω



κωλύομαι