κωμικοτραγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κωμικοτραγικός < κωμικ(ός) + -ο- + τραγικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tragicomique ή από παλαιότερη αγγλική comico-tragical[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.mi.ko.tɾaˈʝi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐μι‐κο‐τρα‐γι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]κωμικοτραγικός, -ή, -ό
- σχετικός με την κωμικοτραγωδία
- ※ Πῶς τρέμουν μὴν τὴν χάσουνε καὶ πῶς τὴν ἀγαποῦνε / ἡ σαστισμένες κι ἀντιφατικὲς / ψυχές, ποῦ κάθονται -κωμικοτραγικές- (Κωνσταντίνος Καβάφης Η ψυχές των γερόντων, 1901)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κωμικοτραγικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κωμικοτραγικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)