κόκκαλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόκκαλο τα κόκκαλα
      γενική του κόκκαλου των κόκκαλων
    αιτιατική το κόκκαλο τα κόκκαλα
     κλητική κόκκαλο κόκκαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόκκαλο < μεσαιωνική ελληνική κόκκαλον < αρχαία ελληνικήκόκκαλος (μετατράπηκε σε ουδέτερο επειδή ήταν ουδέτερο το ὀστοῦν)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόκκαλο ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • μερικά λεξικά το λεξικογραφούν και το θεωρούν σωστό με αυτήν τη γραφή και άλλα με ένα κάπα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]