κόλλυβο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κόλλυβο | τα | κόλλυβα |
γενική | του | κόλλυβου & κολλύβου |
των | κόλλυβων & κολλύβων |
αιτιατική | το | κόλλυβο | τα | κόλλυβα |
κλητική | κόλλυβο | κόλλυβα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόλλυβο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κόλλυβο
|