κόλυμβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόλυμβος οἱ κόλυμβοι
      γενική τοῦ κολύμβου τῶν κολύμβων
      δοτική τῷ κολύμβ τοῖς κολύμβοις
    αιτιατική τὸν κόλυμβον τοὺς κολύμβους
     κλητική ! κόλυμβε κόλυμβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κολύμβω
γεν-δοτ τοῖν  κολύμβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόλυμβος < προελληνική [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόλυμβος, -ου αρσενικό

  1. δύτης, κολυμβητής
  2. κολύμβηση, κατάδυση
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 163a
    χαίρει δὲ καὶ νήξεσι παίδων καὶ κολύμβοις ἁμιλλᾶται.
    Χαίρονται επίσης με το κολύμπι των παιδιών και αμιλλώνται στο κολύμπι.
    Μετάφραση (2004), Δημήτριος Λυπουρλής, @greek‑language.gr
  3. (πτηνό) κολυμβίδα, είδος αγριόπαπιας (Podiceps minor)
    άλλες μορφές: κολυμβίς

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.