κόνιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόνιδα < αρχαία ελληνική κονίς με μεταφορά του τόνου από τα ελληνιστικά χρόνια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόνιδα θηλυκό
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- μερικές φορές ο ενικός χρησιμοποιείται για να δηλώσει και πλήθος από αβγά ψείρας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κόνιδα