κόνιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόνιδα < αρχαία ελληνική κονίς με μεταφορά του τόνου από τα ελληνιστικά χρόνια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόνιδα θηλυκό

  1. το αβγό της ψείρας
  2. (σπάνια) το αβγό του κοριού ή του ψύλλου

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • μερικές φορές ο ενικός χρησιμοποιείται για να δηλώσει και πλήθος από αβγά ψείρας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]