κόνιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόνιος < κόνις

Επίθετο

[επεξεργασία]

κόνιος, -α, -ον

  1. γεμάτος σκόνη
  2. που προκαλεί σκόνη

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κόνιος και αττικό κόνεως θηλυκό

  1. γενική ενικού του κόνις