κόνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόνιος < κόνις
Επίθετο
[επεξεργασία]κόνιος, -α, -ον
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κόνιος και αττικό κόνεως θηλυκό