κόνισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόνισμα τα κονίσματα
      γενική του κονίσματος των κονισμάτων
    αιτιατική το κόνισμα τα κονίσματα
     κλητική κόνισμα κονίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόνισμα < εικόνισμα με αποβολή του αρχικού συμφώνου

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόνισμα ουδέτερο

  • άλλη μορφή του εικόνισμα
    ※  Σέ μιάν κόχη του τοίχου ένα παλιό κόνισμα, μαυρισμένο άπό τους καπνούς, φορτωμένο άσημένια ταξίματα μπροστά του άναβε άκοίμητο ένα άσημένιο καντήλι (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόνισμα < κόνις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόνισμα ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. κονίστρα
  2. κόνιμα