κόρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόρι < αγγλικά quarter

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkɔ.ɾi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόρι ουδέτερο