κόρτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόρτε < από την ιταλική φράση fare la corte < (άμεσο δάνειο) ιταλική corte (πριγκιπική ακολουθία, αυλή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόρτε ουδέτερο άκλιτο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]