κόσμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόσμηση | οι | κοσμήσεις |
γενική | της | κόσμησης* | των | κοσμήσεων |
αιτιατική | την | κόσμηση | τις | κοσμήσεις |
κλητική | κόσμηση | κοσμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοσμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόσμηση < αρχαία ελληνική κόσμησις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόσμηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κοσμώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κόσμηση
|