κότινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κότινος < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κότινος αρσενικό

  1. (στην αρχαιότητα) κλαδί από αγριελιά με το οποίο στεφάνωναν έναν νικητή
  2. (μεταφορικά) η ηθική ικανοποίηση που αισθάνεται αυτός που κατόρθωσε κάτι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]