κότσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κότσι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κότσι < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν από το κόττος ή από το σλαβικό kostь (κόκαλο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κότσι ουδέτερο

  1. ο αστράγαλος
  2. το σημείο του μεγάλου δάχτυλου του ποδιού που βρίσκεται στο κάτω και εξωτερικό μέρος και πολλές φορές παραμορφώνεται
  3. κόκαλο από αστράγαλο ζώου που χρησιμοποιείται στην μαντική ή σαν παιχνίδι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]