κότσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κότσι < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν από το κόττος ή από το σλαβικό kostь (κόκαλο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κότσι ουδέτερο
- ο αστράγαλος
- το σημείο του μεγάλου δάχτυλου του ποδιού που βρίσκεται στο κάτω και εξωτερικό μέρος και πολλές φορές παραμορφώνεται
- κόκαλο από αστράγαλο ζώου που χρησιμοποιείται στην μαντική ή σαν παιχνίδι