κύψελος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κύψελος, κυψέλη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κύψελος οι κύψελοι
      γενική του κύψελου των κύψελων
    αιτιατική τον κύψελο τους κύψελους
     κλητική κύψελε κύψελοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Apus apus

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κύψελος < αρχαία ελληνική κύψελος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈci.pse.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κύ‐ψε‐λος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κύψελος αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]