κῶνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κῶνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱeh₃ (ακονίζω).

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κῶνος αρσενικό

  1. το κουκουνάρι
  2. το πεύκο
  3. (γεωμετρία) ο κώνος