λίμπιντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λίμπιντο < (άμεσο δάνειο) γερμανική Libido < λατινική libido
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λίμπιντο θηλυκό άκλιτο
- η ερωτική ορμή ή τάση, πόθος, που σχετίζεται με το γενετήσιο ένστικτο· αποτελεί το βαθύτερο κίνητρο πολλών ενεργειών του ανθρώπου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)