λίμπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λίμπο <
- λατινικά: limbus (“σύνορο”)
- αγγλικά: limber (“εύκαμπτος”)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λίμπο θηλυκό άκλιτο
- (θρησκεία) κόσμος ανάμεσα στην κόλαση και τον παράδεισο
- (μεταφορικά) αναμονή σε κατάσταση άγνοιας
- χορός με περάσματα κάτω από σταδιακά χαμηλούμενη μπάρα