λίμπρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λίμπρα | οι | λίμπρες |
γενική | της | λίμπρας | των | λιμπρών |
αιτιατική | τη | λίμπρα | τις | λίμπρες |
κλητική | λίμπρα | λίμπρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λίμπρα θηλυκό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του λίβρα